- τριπλασίως
- Αεπίρρ. βλ. τριπλάσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπλασίως — τριπλάσιος thrice as many adverbial τριπλάσιος thrice as many masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιος — α, ο / τριπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῡσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ. γ. «τοῡτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον… … Dictionary of Greek